- ευρέτης
- ευρέτής ο1) тот, кто находит потерянное; 2) см. εφευρέτης
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
εὑρετής — an inventor masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευρετής — και ευρέτης, ο (ΑΜ εὑρετής, θηλ. εὑρέτις, ιδος) αυτός που εφευρίσκει, που ανακαλύπτει κάτι, ο επινοητής νεοελλ. αυτός που βρίσκει κάτι το οποίο ήταν χαμένο μσν. αρχ. (για τον διάβολο) ευρέτης τής αμαρτίας, αυτός που επινοεί τεχνάσματα για να… … Dictionary of Greek
εὑρεταῖν — εὑρετής an inventor masc gen/dat dual εὑρετός discoverable fem gen/dat dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὑρεταῖς — εὑρετής an inventor masc dat pl εὑρετός discoverable fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὑρεταί — εὑρετής an inventor masc nom/voc pl εὑρετός discoverable fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὑρετοῦ — εὑρετής an inventor masc gen sg εὑρετός discoverable masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὑρετῇ — εὑρετής an inventor masc dat sg (attic epic ionic) εὑρετός discoverable fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὑρετήν — εὑρετής an inventor masc acc sg (attic epic ionic) εὑρετός discoverable fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὑρετῶν — εὑρετής an inventor masc gen pl εὑρετός discoverable fem gen pl εὑρετός discoverable masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὑρέτιν — εὑρετής an inventor fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὑρέτις — εὑρετής an inventor fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)